- καροποιός
- ο (Α καρροποιός)ο κατασκευαστής κάρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρο + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. επιπλο-ποιός, υποδηματο-ποιός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καροποιείο — το [καροποιός] εργοστάσιο ή εργαστήριο κατασκευής κάρων … Dictionary of Greek
καρροποιός — ο (Α καρροποιός) βλ. καροποιός … Dictionary of Greek